μεταγραφή

μεταγραφή
I
(Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως, χρησιμοποιείται μόνο η μία αλυσίδα του DNA. Η διαφορά μεταξύ του DNA και του RNA συνίσταται στο ότι το δεύτερο περιέχει ριβόζη, αντί για δεοξυριβόζη, καθώς και από το γεγονός ότι η θυμίνη, μια πυριμιδινική βάση, αντικαθίσταται από την ουρακίλη, με αποτέλεσμα η αδενίνη να ζευγαρώνει με την ουρακίλη στο RNA και όχι με τη θυμίνη, όπως συμβαίνει στο DNA.
Η διαδικασία της μ. αποτελείται από τρεις φάσεις: την έναρξη, την επιμήκυνση και τον τερματισμό. Η μ. ξεκινά με την πρόσδεση ενός ενζύμου, της DNA-εξαρτώμενης RNA πολυμεράσης, σε μια ειδική αλληλουχία στην αρχή του μορίου του DNA, η οποία ονομάζεται προαγωγέας· στη θέση αυτή, η διπλή έλικα του DNA ανοίγει και η μία από τις δύο αλυσίδες, η λεγόμενη κωδική, συνιστά τη μήτρα για τη σύνθεση του RNA, η οποία πραγματοποιείται με την προσθήκη συμπληρωματικών τριφοσφωρικών νουκλεοτιδίων. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο τερματισμού, το οποίο, επίσης, καθορίζεται από συγκεκριμένη αλληλουχία. Οι δύο έλικες του DNA επανασυνδέονται με την ολοκλήρωση της σύνθεσης της αλυσίδας του RNA.
Διαφορές παρατηρούνται στον μηχανισμό της μ. μεταξύ προκαρυωτικών και ευκαρυωτικών οργανισμών. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς, για παράδειγμα, απαντώνται τρεις μορφές του ενζύμου πολυμεράση και όχι μόνο μία, όπως στους προκαρυωτικούς· η μ. των ευκαρυωτικών εξαρτάται από περισσότερους παράγοντες, όπως αλληλουχίες DNA και πρωτεΐνες. Τέλος, σημαντική διαφορά αποτελεί η παρουσία ενός επιπλέον σταδίου, που ακολουθεί την ολοκλήρωση της μ. στα ευκαρυωτικά, και ονομάζεται ωρίμανση του RNA. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου επιτελείται απομάκρυνση των μη κωδικών ή παρεμβαλλόμενων αλληλουχιών από το μόριο του RNA και σύνδεση των εναπομεινάντων τμημάτων RNA, που κωδικοποιούν για κάποια πρωτεΐνη. Η μ. των γονιδίων χαρακτηρίζεται και ως γονιδιακή έκφραση, δηλαδή έκφραση των γενετικών πληροφοριών ενός οργανισμού.
Αντίστροφη μεταγραφή. Η μετατροπή του RNA σε DNA, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ενζύμου αντίστροφη μεταγραφάση. Η διεργασία αυτή λαμβάνει χώρα μόνο στους ρετροϊούς –κατηγορία ιών το γενετικό υλικό των οποίων αποτελείται από μονόκλωνο RNA– και είναι απαραίτητη για τον πολλαπλασιασμό αυτών των ιών μέσα στα κύτταρα του ξενιστή.
II
(Μουσ.). Στη μουσική γλώσσα ο όρος σημαίνει την προσαρμογή μιας σύνθεσης σε όργανα διαφορετικά από εκείνα που είχε επιλέξει αρχικά ο συνθέτης. Πέρα από μια αξία στενά εκλαϊκευτική ή δεξιοτεχνική (μουσική για ορχήστρα μεταγραμμένη για μπάντα, μουσική για πιάνο που επεκτείνεται στις τεχνικές ακροβασίες του βιολιού), στη μ. διαμορφώνεται συχνά μια αυτόνομη σύνθεση συγγενής προς τη μεταγραφείσα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι συνθέσεις για εκκλησιαστικό όργανο του Μπαχ, οι οποίες μετεγράφησαν για πιάνο από τον Μπουζόνι ή τα Χορικά του Μπαχ μεταγραμμένα για ορχήστρα από τον Στραβίνσκι. Ένα αξεπέραστο παράδειγμα μ. αποτελεί η μεταφορά σε ορχήστρα από τον Ραβέλ της σουίτας για πιάνο του Μουσόργκσκι Πίνακες από μια έκθεση, χωρίς να αλλοιωθεί το αρχικό εκφραστικό της περιεχόμενο.
Στο μουσικολογικό πεδίο, η μ. υποδηλώνει τη φιλολογική αναθεώρηση παλαιών μουσικών κειμένων, των οποίων έχει χαθεί η πρακτική εκτέλεσης ή δεν έχουν ολοκληρωθεί. Εδώ ανήκει η περίπτωση των συνθέσεων του Μοντεβέρντι, μεταγραμμένων με διάφορους τρόπους από άλλους συνθέτες (Μαλιπιέρο, Γκεντίνι, Χίντεμιτ) και η περίπτωση της όπερας Διδώ και Αινείας του Περσέλ, εκτελούμενη συνήθως κατά μ. Μπρίτεν. Οι ίδιοι οι συνθέτες μετέγραφαν πολλές φορές τις συνθέσεις τους, όπως συνέβη με τον Λιστ, που παρουσίασε μερικά λίντερ του για τραγούδι και πιάνο σε έκδοση για βιόλα και ορχήστρα.
Μεταγραφή. Φινάλε της σουίτας για πιάνο «Πίνακες από μια έκθεση» στο πρωτότυπο του Μουσόργκσκι (τελευταία γραμμή κάτω) και στη θαυμάσια μεταγραφή για ορχήστρα του Ραβέλ (πάνω).
* * *
η (ΑM μεταγραφή) [μεταγράφω]
1. αντιγραφή
2. αντίγραφο
3. γραφή σε νέα μορφή
νεοελλ.
1. η διόρθωση, η μεταβολή τής γραφής μιας λέξης
2. (νομ.) η καταχώριση δικαιοπραξίας, ή άλλης νομικής πράξης που αφορά μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλάκεια γι' αυτό τον σκοπό κατά περιφέρειες
3. μουσ. πιστή, όσο μπορεί ή νομίζει ο μεταγράφων, μεταφορά τής πρώτης γραφής ενός έργου σε άλλη σημειογραφία για διαφορετικό από το αρχικό μέσο εκτέλεσης
4. γλωσσ. τα διάφορα επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί τών σημείων τής κανονικής γραφής ή και παράλληλα προς αυτά, αλλ. παραγραφή
5. βιολ. σύνθεση ριβονουκλεϊκού οξέος (RNΑ) που αποτελείται από μια συγκεκριμένη ακολουθία νουκλεοτιδίων με βάση ένα μόριο δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) το οποίο αποτελείται από μια αντίστοιχη ακολουθία νουκλεοτιδίων που χρησιμεύει ως πρότυπο
6. η μετεγγραφή
μσν.
1. μεταβεβλημένο, αλλοιωμένο, μη πιστό αντίγραφο ενός κειμένου
αρχ.
1. ο δανεισμός χρημάτων από κάποιον για εξόφληση χρέους που οφείλει σε τρίτον
2. μετάφραση κειμένου
3. αλλαγή λόγου ή κειμένου κατά την αντιγραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταγραφή — transcribing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφῇ — μεταγράφω copy aor subj pass 3rd sg μεταγραφῆι , μεταγραφεύς transcriber masc dat sg (epic ionic) μεταγραφή transcribing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφή — η 1. αντιγραφή. 2. (νομ.), η καταχώριση σε ειδικό βιβλίο του υποθηκοφυλακείου πράξης συμβολαιογραφείου για κυριότητα ακινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγραφαῖς — μεταγραφή transcribing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφήν — μεταγραφή transcribing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • XeTeX — …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”